Και ξαφνικά σκοτείνιασε. Έπεσε το σκοτάδι
θαρρείς και τέλειωσ' η ζωή μέσα σε ένα βράδυ.
Τα πέλαγα κι οι θάλασσες οι κόλποι και οι ράδες,
έλλειψη που δεν γράφεται μέσα σε δυό αράδες,
θά είναι τώρα παρελθόν, ανάμνηση και πόνος,
τ'απόμαχου του ναυτικού πού' ζησε πάντα μόνος.
Σαν το βαπόρι το παλιό που πάλεψε με θάρρος
κακοκαιρίες, κύματα, σηκώνοντας το βάρος
των ευθυνών που αφορούν, φορτία και ανθρώπους
συνδέοντας ειρηνικά της γής όλους τους τόπους,
απ' τον καιρό της νιότης του ως τα γεράματά του
μέχρι που έφτασαν βαριά, πλέον τα βήματά του,
στο πόρτο του παροπλισμού, το 'εσχατο λιμάνι,
αφού απόπλου δεν μπορεί άλλο να ξανακάνει.
'Αγκυρες δυό φουντάρανε, δέσανε όλοι οι κάβοι
μα η ψυχή τ'απόμαχου έμεινε στό καράβι.
Δεμένος με τις θύμησες στην κουπαστή αγναντεύει,
του μπαλκονιού του, στη στεριά, άλλο πιά δεν γυρεύει
απο την οικογένεια, που τόσο τούχε λείψει,
με την μπουνάτσα της ζωής για να τον ανταμείψει.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
2 σχόλια:
Poli kalo to poihmataki, emmetro kai anaparistanei thn pragmatikotita.
Me arese poly to poihma soy, eimai kai ego apomaxos kai sigkinithika.
Δημοσίευση σχολίου